- κοράλ
- μουσ.1. ύμνος μετρικού τύπου τής Γερμανικής Εκκλησίας2. η πολυφωνική επεξεργασία ενός παραδοσιακού λειτουργικού κειμένου με τη χρήση είτε παραδοσιακών είτε νέων μελωδιών σε ένα μετρικό, ομόφωνο ύφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γερμ. Choral < chor- (πρβλ. χορός) + κατάλ. -al].
Dictionary of Greek. 2013.