κοράλ

κοράλ
μουσ.
1. ύμνος μετρικού τύπου τής Γερμανικής Εκκλησίας
2. η πολυφωνική επεξεργασία ενός παραδοσιακού λειτουργικού κειμένου με τη χρήση είτε παραδοσιακών είτε νέων μελωδιών σε ένα μετρικό, ομόφωνο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γερμ. Choral < chor- (πρβλ. χορός) + κατάλ. -al].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Μαϊάμι — I (Miami). Πόλη (362.470 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ, στην πολιτεία Φλόριντα. Η ομώνυμη μητροπολιτική περιοχή περιλαμβάνει επίσης τα προάστια Μαϊάμι Μπιτς, Χαγιαλί και Κόραλ Γκέιμπλς. Το Μ., χτισμένο σε μια περιοχή με τροπικό κλίμα και βλάστηση και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”